ἤθεσιν

ἤθεσιν
ἤ̱θεσιν , ἦθος
an accustomed place
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • нравъ — НРАВ|Ъ (306), А с. 1.Нрав, характер, совокупность психических свойств: [Феодосий] б˫аше бо кротъкъ нравъмь и тихъ съмыслъмь. ЖФП XII, 35в; аште ли къто которьнымь нравъмь нынѣ ѹставлѥныимь противитьсѧ. не при˫атьно сиѥ быти изволисѧ ст҃ѹѹмѹ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κακοπινής — κακοπινής, ές (Α) υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.). επίρρ... κακοπινῶς (Α) με φαύλο τρόπο, βδελυρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο πινής] …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”